- ιχθυοφαγία
- η (Μ ἰχθυοφαγία) [ιχθυοφάγος]το να τρώει κάποιος ψάρια, ψαροφαγία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰχθυοφαγίας — ἰχθυοφαγίᾱς , ἰχθυοφαγία fish diet fem acc pl ἰχθυοφαγίᾱς , ἰχθυοφαγία fish diet fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυοφαγίαν — ἰχθυοφαγίᾱν , ἰχθυοφαγία fish diet fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχθυοφαγικός — ή, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιχθυοφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυοφαγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek
ψαροφαγία — η, Ν [ψαροφάγος] ιχθυοφαγία … Dictionary of Greek